- βοτανικῆς
- βοτανικόςof herbsfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Αλιόνι, Κάρολο — (Carolo Allioni, 1725 – 1804). Ιταλός γιατρός και φυσιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της βοτανικής στο πανεπιστήμιο του Τορίνο. Έγραψε πολλά ιστορικά συγγράμματα, κυρίως όμως βοτανικά, και συνέβαλε στην πρόοδο της βοτανικής. Το κυριότερο σύγγραμμά… … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
Ζισιέ — (Jussieu). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων βοτανολόγων. 1. Αντουάν ντε (1686 – 1758). Σπούδασε ιατρική και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Παρίσι. Διετέλεσε καθηγητής στον Βασιλικό Κήπο, το κατοπινό μουσείο της Φυσικής Ιστορίας, και εξελέγη μέλος… … Dictionary of Greek
Λαμάρκ, Ζαν Μπατίστ Πιερ Αντουάν ντε Μονέ ντε- — (Jean Baptiste Pierre Antoine de Monet de Lamarck, Μπαζαντέν 1744 – Παρίσι 1829). Γάλλος φυσιοδίφης. Προοριζόταν να γίνει ιερωμένος, κατατάχθηκε όμως στον στρατό και σπούδασε ιατρική στο Παρίσι. Ο Λ. αφιερώθηκε στη μελέτη διαφόρων κλάδων της… … Dictionary of Greek
Ορφανίδης, Θεόδωρος — (Σμύρνη 1817 – Αθήνα 1886). Έλληνας ποιητής και πανεπιστημιακός καθηγητής. Γράφοντας από νεαρή ηλικία εύκολους στίχους, φιλοδόξησε να μιμηθεί την ποίηση του Αλέξανδρου Σούτσου, χωρίς όμως να φτάσει ποτέ το πρότυπο του. Τον ίδιο σκοπό επεδίωξε και … Dictionary of Greek
Πφέφερ, Βίλχελμ — (Pfeffer, Wilhelm, Κάσελ 1845 – Λιψία 1920). Γερμανός βοτανολόγος. Μετά τις σπουδές του σε διάφορα πανεπιστήμια της χώρας του εξάσκησε αρχικά το επάγγελμα του φαρμακοποιού, για να καταλήξει καθηγητής της βοτανικής στη Βόνη, στη συνέχεια στη… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… … Dictionary of Greek